Κώπαι

Κώπαι
Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, η οποία μνημονεύεται στον Όμηρο. Περιλαμβάνεται στις πόλεις οι οποίες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο στη βόρεια όχθη της μεγάλης βοιωτικής λίμνης Κωπαΐδας. Φαίνεται ότι η πόλη είχε μεταφερθεί σε χαμηλότερο έδαφος, όταν τα μεγάλα υδραυλικά έργα του λαού των Μινύων ήταν σε καλή κατάσταση. Όταν όμως φράχτηκαν οι σήραγγες και ανέβηκαν τα νερά της λίμνης, ξαναχτίστηκε επάνω σε ύψωμα το οποίο βρισκόταν κοντά στα σημερινά Τοπόλια. Την πόλη αυτή επισκέφθηκε ο Παυσανίας, ο οποίος μνημονεύει ότι είχε ιερά της Δήμητρας, του Διονύσου και του Σάραπη. Ερείπια έχουν διασωθεί και στις δύο τοποθεσίες. Από την πόλη που βρισκόταν κοντά στα Τοπόλια σώθηκαν ερείπια τειχών και οικοδομών και από τη χαμηλότερη σώθηκαν τείχη από μεγάλες ακατέργαστες πέτρες. Σώθηκαν επίσης νομίσματα των Κ. (ασημένια και χάλκινα), τα οποία κόπηκαν κατά τα έτη 387-374 π.Χ. Τα νομίσματα αυτά εικονίζουν βοιωτική ασπίδα και ταύρο, ο οποίος πιθανώς συμβολίζει τον ποταμό Κηφισό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κῶπαι — Κώπαι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶπαι — κώπη handle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπαι — κώπᾱͅ , κώπη handle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωπέων — Κώπαι fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωπῶν — Κώπαι fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπαις — Κώπαι fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπαισι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπῃσι — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώπῃσιν — Κώπαι fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (σε γλωσσάριο) «μεθ οὗ δεσμοῡνται αἱ κῶπαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. στρω τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”